- προαγωγέας
- προαγωγέᾱς , προαγωγεύςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαγωγέας — ο / προαγωγεύς, έως, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. νέο ειδικό κέντρο τού οπερονίου που επισημάνθηκε με γενετικές και βιοχημικές μεθόδους μσν. αρχ. αυτός που προάγει, που οδηγεί κάπου, προαγωγός αρχ. 1. (για τον θεό) ο δημιουργός 2. συλλέκτης χρηματικών… … Dictionary of Greek
μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… … Dictionary of Greek
προαγωγεύς — ὁ, ΜΑ βλ. προαγωγέας … Dictionary of Greek